Κυπριακά (el-cyp) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέντερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sender

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέντερ αρσενικό, άκλιτο

  Πηγές επεξεργασία

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.