Ετυμολογία

επεξεργασία
ρωμαϊστί < Ρωμαί(ος) + -ιστί

  Επίρρημα

επεξεργασία

ρωμαϊστί

  • στη γλώσσα τών Ρωμαίων, στη λατινική γλώσσα· λατινιστί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία