Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουπώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρουπώνω

  1. χορταίνω , αυτός δεν ρουπώνει με τίποτα!
  2. γεμίζω το βαρέλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία