Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρευστοποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ρευστοποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ρευστοποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ρευστοποιώ