Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπετισιόν < γαλλική répétition

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπετισιόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία