ραντίτσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραντίτσιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραντίτσιο ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό): λαχανικό εύγευστο σαν το μαρούλι με κόκκινα φύλλα, εισαγόμενο στην Ελλάδα, καλλιεργείται στην Ιταλία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραντίτσιο
|