Ετυμολογία

επεξεργασία
ρακιτζίζω < ρακιτζό + -ίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

ρακιτζίζω ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)