ράιχ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ράιχ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Reich (κράτος) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαράιχ ουδέτερο άκλιτο
- η ονομασία του γερμανικού κράτους σε συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας του
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ράιχ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας