Ετυμολογία

επεξεργασία
πόκος < πέκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι

  • το ποκάρι, το μαλλί προβάτου μόλις κουρευτεί από το σώμα του, μαλλί ακατέργαστο, τουλούπα μαλλιού

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία