Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πόκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Παράγωγα
1.2.2
Εκφράσεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
επεξεργασία
πόκος
<
πέκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πόκος
αρσενικό
πληθ. πόκες ή πόκαι
το
ποκάρι
, το μαλλί προβάτου μόλις κουρευτεί από το σώμα του, μαλλί ακατέργαστο,
τουλούπα
μαλλιού
Παράγωγα
επεξεργασία
ποκάς
-άδος=μαλλί, τρίχες κεφαλής
ποκίζω
, κουρεύω
Εκφράσεις
επεξεργασία
εἰς ὄνου πόκας
ὄνου πόκους ζητεῖς
ή
ὄνου πόκας ζητεῖς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πόκος