πυρρόχροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυρρόχροος, ος, ον (και συνηρημένο πυρρόχρους,ους,ουν)
- ο πυρρόξανθος, ο κιτρινόξανθος, που έχει το χρώμα της φωτιάς
πυρρόχροος, ος, ον (και συνηρημένο πυρρόχρους,ους,ουν)