πυροβόλησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροβόλησις μαρτυρείται από το 1833, στον πληθυντικό πυροβολήσεις [1] < → και δείτε τη λέξη πυροβόληση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροβόλησις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πυροβολήσεις - Ελληνικοί Κώδικες [1833] σελ. 876, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου