πυροβολήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πυροβολήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πυροβολώ
- θα πυροβολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πυροβολώ
πυροβολήσεις