→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυριτιδόκονις < πυρίτις + -ο- + κόνις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυριτιδόκονις θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία