Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυορρόησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πυορρόησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πυορροώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πυορροώ