Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτολιπόρθιος < πτόλις + πέρθω

  Επίθετο επεξεργασία

πτολιπόρθιος, -ος, -ον

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία