→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοπήμων < πρωτο- + πῆμα

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτοπήμων

  • αυτός που πρώτος προκαλεί κακό, ο πρωταίτιος του κακού
    ※  βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις, τάλαινα παρακοπά πρωτοπήμων (Αισχύλος, Αγαμέμνων, στ. 222)
    γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό, αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει, του ανθρώπου τα συλλογικά. (Αισχύλου Αγαμέμνων, μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρη, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911) [1]