Ετυμολογία

επεξεργασία
προψές < προ- + ψες < αρχαία ελληνική ὀψέ

  Επίρρημα

επεξεργασία

προψές

  • (ιδιωματικό) προχθές
    ※  προψές που γύριζα από η λαϊκή με μια τσαντιά μήλα και με σκούντηξε ένας από πίσω και πάρ'τα κάτω όλα τα μήλα και τα κυνήγαγα στην κατηφόρα (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, εκδόσεις Ιωλκός, 2015, σελ. 43)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία