Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσόρμισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
προσόρμισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
προσορμίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
προσορμίζω