Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωρινά μέτρα < → δείτε τις λέξεις προσωρινός και μέτρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

προσωρινά μέτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (νομικός όρος) επείγοντα μέτρα που λαμβάνει το δικαστήριο που εξετάζει μια υπόθεση, ώστε να αποφευχθεί κάποιος άμεσος κίνδυνος βλάβης ή ζημίας μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση
    χρειάζεται παράθεμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία