προσωρινά μέτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωρινά μέτρα < → δείτε τις λέξεις προσωρινός και μέτρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπροσωρινά μέτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος) επείγοντα μέτρα που λαμβάνει το δικαστήριο που εξετάζει μια υπόθεση, ώστε να αποφευχθεί κάποιος άμεσος κίνδυνος βλάβης ή ζημίας μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσωρινά μέτρα