προσωποποιήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσωποποιήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσωποποιώ
- θα προσωποποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσωποποιώ
προσωποποιήσω