Δείτε επίσης: καθοριστικῶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφάτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσφάτως < αρχαία ελληνική πρόσφατος. Συγχρονικά αναλύεται σε πρόσφατ(ος) + -ως.

  Επίρρημα

επεξεργασία

προσφάτως



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφάτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόσφατ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

προσφάτως