Ετυμολογία

επεξεργασία
προσυδατώνω < προς + ύδωρ + -ώνω (αναλογικά με το προσγειώνω)

προσυδατώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία