Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσυδατώνω < προς + ύδωρ + -ώνω (αναλογικά με το προσγειώνω)

  Ρήμα επεξεργασία

προσυδατώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία