προσπαθήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσπαθήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσπαθώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσπαθώ
- θα προσπαθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσπαθώ