προσονομάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσονομάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προσονομάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσονομάζομαι | προσονομαζόμουν(α) | θα προσονομάζομαι | να προσονομάζομαι | ||
β' ενικ. | προσονομάζεσαι | προσονομαζόσουν(α) | θα προσονομάζεσαι | να προσονομάζεσαι | (προσονομάζου) | |
γ' ενικ. | προσονομάζεται | προσονομαζόταν(ε) | θα προσονομάζεται | να προσονομάζεται | ||
α' πληθ. | προσονομαζόμαστε | προσονομαζόμαστε προσονομαζόμασταν |
θα προσονομαζόμαστε | να προσονομαζόμαστε | ||
β' πληθ. | προσονομάζεστε | προσονομαζόσαστε προσονομαζόσασταν |
θα προσονομάζεστε | να προσονομάζεστε | (προσονομάζεστε) | |
γ' πληθ. | προσονομάζονται | προσονομάζονταν προσονομαζόντουσαν |
θα προσονομάζονται | να προσονομάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσονομάστηκα | θα προσονομαστώ | να προσονομαστώ | προσονομαστεί | ||
β' ενικ. | προσονομάστηκες | θα προσονομαστείς | να προσονομαστείς | προσονομάσου | ||
γ' ενικ. | προσονομάστηκε | θα προσονομαστεί | να προσονομαστεί | |||
α' πληθ. | προσονομαστήκαμε | θα προσονομαστούμε | να προσονομαστούμε | |||
β' πληθ. | προσονομαστήκατε | θα προσονομαστείτε | να προσονομαστείτε | προσονομαστείτε | ||
γ' πληθ. | προσονομάστηκαν προσονομαστήκαν(ε) |
θα προσονομαστούν(ε) | να προσονομαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσονομαστεί | είχα προσονομαστεί | θα έχω προσονομαστεί | να έχω προσονομαστεί | προσονομασμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσονομαστεί | είχες προσονομαστεί | θα έχεις προσονομαστεί | να έχεις προσονομαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσονομαστεί | είχε προσονομαστεί | θα έχει προσονομαστεί | να έχει προσονομαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσονομαστεί | είχαμε προσονομαστεί | θα έχουμε προσονομαστεί | να έχουμε προσονομαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσονομαστεί | είχατε προσονομαστεί | θα έχετε προσονομαστεί | να έχετε προσονομαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσονομαστεί | είχαν προσονομαστεί | θα έχουν προσονομαστεί | να έχουν προσονομαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσονομάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- προσονομάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)