Ετυμολογία

επεξεργασία
προσονομάζω < αρχαία ελληνική προσονομάζω < πρός + ὀνομάζω < ὄνομα

προσονομάζω (παθητική φωνή: προσονομάζομαι)

  1. (λόγιο, σπάνιο) αποδίδω σε κάποιον προσωνυμία
    άλλες μορφές: επονομάζω
  2. (γραμματική) δημιουργώ ρητορικό σχήμα κατά το οποίο οι λέξεις μιας φράσης ακούγονται παρόμοια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προσονομάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)