προσκλίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσκλίνω < αρχαία ελληνική προσκλίνω < πρός + κλίνω
Ρήμα
επεξεργασία
προσκλίνω
- (αρχαιοπρεπές, κυριολεκτικά, μεταφορικά) κλίνω προς κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσκλίνω
|
Πηγές
επεξεργασία
- προσκλίνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)