προσκηνίων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσκηνίων ουδέτερο
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του προσκήνιο
- εναλλακτικά: προσκήνιων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσκηνίων ουδέτερο