προσθαλασσώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσθαλασσώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσθαλασσώνω
- θα προσθαλασσώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσθαλασσώνω