Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προσηλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσηλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσηλώνω
  3. θα προσηλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσηλώνω