προσευχητάριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσευχητάριον (μαρτυρείται από το 1856) [1] < → και δείτε τη λέξη προσευχητάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσευχητάριον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το προσευχητάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 854, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου