προσευχηθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσευχηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεύχομαι
- θα προσευχηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεύχομαι