Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσευχηθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεύχομαι
  2. θα προσευχηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεύχομαι