προσεταιριστούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσεταιριστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεταιρίζομαι
- θα προσεταιριστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεταιρίζομαι