προσεπίκλησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεπίκλησις (μαρτυρείται από το 1833) [1] < → και δείτε τη λέξη προσεπίκληση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσεπίκλησις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 854, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου