Ετυμολογία

επεξεργασία
προσεκτικῶς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προσεκτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα

επεξεργασία

προσεκτικῶς, συγκριτικός:προσεκτιώτερον