Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσεγγίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεγγίζω
  2. θα προσεγγίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεγγίζω