Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσγελάω < προσ- + γελάω

  Ρήμα επεξεργασία

προσγελάω

  1. κοιτάζω προς κάποιον και γελάω
  2. (μεταφορικά) ευχαριστώ, τέρπω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία