προσβλητικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσβλητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσβλητικῶς (μαρτυρείται από το 1849).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε προσβλητικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαπροσβλητικώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 853, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- προσβλητικώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)