προσαρμόσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσαρμόσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσαρμόζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαρμόζω
- θα προσαρμόσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαρμόζω