Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσαρμόσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσαρμόζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαρμόζω
  3. θα προσαρμόσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαρμόζω