προσαράξουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσαράξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαράζω
- θα προσαράξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαράζω
προσαράξουν