Δείτε επίσης: προσέλκυσης, προσελκύσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσέλκυσις (μαρτυρείται από το 1887) [1] < → και δείτε τη λέξη προσέλκυση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσέλκυσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 853, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου