προπορευτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προπορευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προπορεύομαι
- θα προπορευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προπορεύομαι