Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπετῶς < προπετ(ής) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

προπετῶς, συγκριτικός: προπετέστρον, υπερθετικός:  προπετέστατα

  1. προς τα εμπρός
  2. → δείτε και τη λέξη προπετής