προοιωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προοιωνίζω < προοιωνίζομαι < προ- + αρχαία ελληνική οἰωνίζομαι < οἰωνός
Ρήμα
επεξεργασίαπροοιωνίζω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Κατά τον Μπαμπινιώτη[1] ο τύπος αυτός είναι καλύτερο να αποφεύγεται και να προτιμάται το προοιωνίζομαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προοιωνίζω | προοιώνιζα | θα προοιωνίζω | να προοιωνίζω | προοιωνίζοντας | |
β' ενικ. | προοιωνίζεις | προοιώνιζες | θα προοιωνίζεις | να προοιωνίζεις | προοιώνιζε | |
γ' ενικ. | προοιωνίζει | προοιώνιζε | θα προοιωνίζει | να προοιωνίζει | ||
α' πληθ. | προοιωνίζουμε | προοιωνίζαμε | θα προοιωνίζουμε | να προοιωνίζουμε | ||
β' πληθ. | προοιωνίζετε | προοιωνίζατε | θα προοιωνίζετε | να προοιωνίζετε | προοιωνίζετε | |
γ' πληθ. | προοιωνίζουν(ε) | προοιώνιζαν προοιωνίζαν(ε) |
θα προοιωνίζουν(ε) | να προοιωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προοιώνισα | θα προοιωνίσω | να προοιωνίσω | προοιωνίσει | ||
β' ενικ. | προοιώνισες | θα προοιωνίσεις | να προοιωνίσεις | προοιώνισε | ||
γ' ενικ. | προοιώνισε | θα προοιωνίσει | να προοιωνίσει | |||
α' πληθ. | προοιωνίσαμε | θα προοιωνίσουμε | να προοιωνίσουμε | |||
β' πληθ. | προοιωνίσατε | θα προοιωνίσετε | να προοιωνίσετε | προοιωνίστε | ||
γ' πληθ. | προοιώνισαν προοιωνίσαν(ε) |
θα προοιωνίσουν(ε) | να προοιωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προοιωνίσει | είχα προοιωνίσει | θα έχω προοιωνίσει | να έχω προοιωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προοιωνίσει | είχες προοιωνίσει | θα έχεις προοιωνίσει | να έχεις προοιωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προοιωνίσει | είχε προοιωνίσει | θα έχει προοιωνίσει | να έχει προοιωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προοιωνίσει | είχαμε προοιωνίσει | θα έχουμε προοιωνίσει | να έχουμε προοιωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προοιωνίσει | είχατε προοιωνίσει | θα έχετε προοιωνίσει | να έχετε προοιωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προοιωνίσει | είχαν προοιωνίσει | θα έχουν προοιωνίσει | να έχουν προοιωνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προοιωνίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)