Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προοδεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προοδεύω
  2. θα προοδεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προοδεύω