προνοήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προνοήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προνοώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προνοώ
- θα προνοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προνοώ