προλογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρολογίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προλογίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προλογίζομαι | προλογιζόμουν(α) | θα προλογίζομαι | να προλογίζομαι | ||
β' ενικ. | προλογίζεσαι | προλογιζόσουν(α) | θα προλογίζεσαι | να προλογίζεσαι | (προλογίζου) | |
γ' ενικ. | προλογίζεται | προλογιζόταν(ε) | θα προλογίζεται | να προλογίζεται | ||
α' πληθ. | προλογιζόμαστε | προλογιζόμαστε προλογιζόμασταν |
θα προλογιζόμαστε | να προλογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προλογίζεστε | προλογιζόσαστε προλογιζόσασταν |
θα προλογίζεστε | να προλογίζεστε | (προλογίζεστε) | |
γ' πληθ. | προλογίζονται | προλογίζονταν προλογιζόντουσαν |
θα προλογίζονται | να προλογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προλογίστηκα | θα προλογιστώ | να προλογιστώ | προλογιστεί | ||
β' ενικ. | προλογίστηκες | θα προλογιστείς | να προλογιστείς | προλογίσου | ||
γ' ενικ. | προλογίστηκε | θα προλογιστεί | να προλογιστεί | |||
α' πληθ. | προλογιστήκαμε | θα προλογιστούμε | να προλογιστούμε | |||
β' πληθ. | προλογιστήκατε | θα προλογιστείτε | να προλογιστείτε | προλογιστείτε | ||
γ' πληθ. | προλογίστηκαν προλογιστήκαν(ε) |
θα προλογιστούν(ε) | να προλογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προλογιστεί | είχα προλογιστεί | θα έχω προλογιστεί | να έχω προλογιστεί | προλογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προλογιστεί | είχες προλογιστεί | θα έχεις προλογιστεί | να έχεις προλογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προλογιστεί | είχε προλογιστεί | θα έχει προλογιστεί | να έχει προλογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προλογιστεί | είχαμε προλογιστεί | θα έχουμε προλογιστεί | να έχουμε προλογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προλογιστεί | είχατε προλογιστεί | θα έχετε προλογιστεί | να έχετε προλογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προλογιστεί | είχαν προλογιστεί | θα έχουν προλογιστεί | να έχουν προλογιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προλογίζομαι
|