προλογίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προλογίζω < (ελληνιστική κοινή) προλογίζω < αρχαία ελληνική πρόλογος < πρό + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίαπρολογίζω (παθητική φωνή: προλογίζομαι)
- μιλώ προεισαγωγικά για κάτι
- την ταινία θα προλογίσει γνωστός κριτικός
- γράφω πρόλογο
- του ζήτησα να προλογίσει το βιβλίο μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προλογίζω | προλόγιζα | θα προλογίζω | να προλογίζω | προλογίζοντας | |
β' ενικ. | προλογίζεις | προλόγιζες | θα προλογίζεις | να προλογίζεις | προλόγιζε | |
γ' ενικ. | προλογίζει | προλόγιζε | θα προλογίζει | να προλογίζει | ||
α' πληθ. | προλογίζουμε | προλογίζαμε | θα προλογίζουμε | να προλογίζουμε | ||
β' πληθ. | προλογίζετε | προλογίζατε | θα προλογίζετε | να προλογίζετε | προλογίζετε | |
γ' πληθ. | προλογίζουν(ε) | προλόγιζαν προλογίζαν(ε) |
θα προλογίζουν(ε) | να προλογίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προλόγισα | θα προλογίσω | να προλογίσω | προλογίσει | ||
β' ενικ. | προλόγισες | θα προλογίσεις | να προλογίσεις | προλόγισε | ||
γ' ενικ. | προλόγισε | θα προλογίσει | να προλογίσει | |||
α' πληθ. | προλογίσαμε | θα προλογίσουμε | να προλογίσουμε | |||
β' πληθ. | προλογίσατε | θα προλογίσετε | να προλογίσετε | προλογίστε | ||
γ' πληθ. | προλόγισαν προλογίσαν(ε) |
θα προλογίσουν(ε) | να προλογίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προλογίσει | είχα προλογίσει | θα έχω προλογίσει | να έχω προλογίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προλογίσει | είχες προλογίσει | θα έχεις προλογίσει | να έχεις προλογίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προλογίσει | είχε προλογίσει | θα έχει προλογίσει | να έχει προλογίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προλογίσει | είχαμε προλογίσει | θα έχουμε προλογίσει | να έχουμε προλογίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προλογίσει | είχατε προλογίσει | θα έχετε προλογίσει | να έχετε προλογίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προλογίσει | είχαν προλογίσει | θα έχουν προλογίσει | να έχουν προλογίσει |
|