προκηρύξουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκηρύξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προκηρύσσω
- θα προκηρύξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προκηρύσσω
προκηρύξουν