προκατασκευάσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκατασκευάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προκατασκευάζω
- θα προκατασκευάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προκατασκευάζω